- αποσπευδω
- ἀποσπεύδωἀπο-σπεύδωвсячески отговаривать, удерживать
(τι и τινὰ ποιεῖν τι Her.; ἀποτρέπειν καὴ ἀ. Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι и τινὰ ποιεῖν τι Her.; ἀποτρέπειν καὴ ἀ. Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποσπεύδω — to be zealous in preventing pres subj act 1st sg ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσπεύδω — ἀποσπεύδω (Α) 1. προσπαθώ να εμποδίσω, να αποτρέψω κάτι με κάθε τρόπο 2. ενεργώ με βραδύτητα … Dictionary of Greek
ἀποσπευδόντων — ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres part act masc/neut gen pl ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπεύδει — ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres ind mp 2nd sg ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέσπευδον — ἀποσπεύδω to be zealous in preventing imperf ind act 3rd pl ἀποσπεύδω to be zealous in preventing imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπευδούσης — ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπεύδειν — ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπεύδοντας — ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπεύδοντες — ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπεύδουσαν — ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσπεύδων — ἀποσπεύδω to be zealous in preventing pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)